Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


demodossologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,dɛmodossoloˈʤia]

μελέτη σχηματισμού κοινής γνώμης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  demodé demodulare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

democratizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
democrazia (θηλ.ουσ)
democristiano (ουσ αρσ )
democristiano (επίθ.)
demodé (επίθ.)
demodossologia (θηλ.ουσ)
demodulare (ρ. μτβ.)
demodulatore (ουσ αρσ )
demodulazione (θηλ.ουσ)
demofobia (θηλ.ουσ)
demografia (θηλ.ουσ)
demografico (επίθ.)
demografo (ουσ αρσ )
demolire (ρ. μτβ.)
demolitore (ουσ αρσ )
demolitore (επίθ.)
demolizione (θηλ.ουσ)
demologia (θηλ.ουσ)
demoltiplica (θηλ.ουσ)
demoltiplicare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---