Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decimillìmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,dɛʧimilˈlimetro]

δέκατο του χιλιοστού του μέτρου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decimetro decimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decimalizzare (ρ. μτβ.)
decimalizzazione (θηλ.ουσ)
decimare (ρ. μτβ.)
decimazione (θηλ.ουσ)
decimetro (ουσ αρσ )
decimillimetro (ουσ αρσ )
decimo (τακτ. αριθμ. επίθ. e ουσ αρσ )
decimonono (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimoprimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimoquarto (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimoquinto (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimosecondo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimosesto (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimosettimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimoterzo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimottavo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decina (θηλ.ουσ)
decisamente (επίρ.)
decisionale (επίθ.)
decisione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---