Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decimazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [deʧimatˈtsjone]

1 αποδεκάτισμα
2 δραστική μείωση
3 αποδεκατισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decimare decimetro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decima (θηλ.ουσ)
decimale (επίθ.)
decimalizzare (ρ. μτβ.)
decimalizzazione (θηλ.ουσ)
decimare (ρ. μτβ.)
decimazione (θηλ.ουσ)
decimetro (ουσ αρσ )
decimillimetro (ουσ αρσ )
decimo (τακτ. αριθμ. επίθ. e ουσ αρσ )
decimonono (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimoprimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimoquarto (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimoquinto (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimosecondo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimosesto (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimosettimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimoterzo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimottavo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decina (θηλ.ουσ)
decisamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---