Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdecimazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [deʧimatˈtsjone] 1 αποδεκάτισμα 2 δραστική μείωση 3 αποδεκατισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |