Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dècima  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdɛʧima]

1 ένα δέκατο ποσότητας
2 δεκάτη (φόρος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decilitro decimale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decifrare (ρ. μτβ.)
decifratore (ουσ αρσ )
decifrazione (θηλ.ουσ)
decigrammo (ουσ αρσ )
decilitro (ουσ αρσ )
decima (θηλ.ουσ)
decimale (επίθ.)
decimalizzare (ρ. μτβ.)
decimalizzazione (θηλ.ουσ)
decimare (ρ. μτβ.)
decimazione (θηλ.ουσ)
decimetro (ουσ αρσ )
decimillimetro (ουσ αρσ )
decimo (τακτ. αριθμ. επίθ. e ουσ αρσ )
decimonono (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimoprimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimoquarto (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimoquinto (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimosecondo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
decimosesto (τακτ. αριθμ. επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---