Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdècima
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈdɛʧima] 1 ένα δέκατο ποσότητας 2 δεκάτη (φόρος) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |