Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


classicizzàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [klassiʧidˈdzare]

1 μιμούμαι κλασικά πρότυπα
2 κλασικίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  classicità classico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

classicheggiare (ρ.αμτβ.)
classicismo (ουσ αρσ )
classicista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
classicistico (επίθ.)
classicità (θηλ.ουσ)
classicizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
classico (αρσ. επίθ και ουσ)
classifica (θηλ.ουσ)
classificabile (επίθ.)
classificare (ρ. μτβ.)
classificarsi (ρ. μ. αμτβ.)
classificatore (ουσ αρσ )
classificazione (θηλ.ουσ)
classismo (ουσ αρσ )
classista (ουσ αρσ και θηλ.)
classista (επίθ.)
classistico (επίθ.)
claudicare (ρ.αμτβ.)
claudicazione (θηλ.ουσ)
claunesco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---