Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


classificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [klassifiˈkare]

1 βαθμολογώ
2 ταξιθετώ
3 υπάγω
4 βάζω κατά σειρά
5 χαρακτηρίζω
6 διαβαθμίζω
7 ταξινομώ
8 ιεραρχώ
9 συστηματοποιώ
10 κατατάσσω

classificàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [klassifiˈkarsi]

1 μπαίνω κατά σειρά
2 διαβαθμίζομαι
3 τοποθετούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  classificabile classificatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

classicità (θηλ.ουσ)
classicizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
classico (αρσ. επίθ και ουσ)
classifica (θηλ.ουσ)
classificabile (επίθ.)
classificare (ρ. μτβ.)
classificarsi (ρ. μ. αμτβ.)
classificatore (ουσ αρσ )
classificazione (θηλ.ουσ)
classismo (ουσ αρσ )
classista (ουσ αρσ και θηλ.)
classista (επίθ.)
classistico (επίθ.)
claudicare (ρ.αμτβ.)
claudicazione (θηλ.ουσ)
claunesco (επίθ.)
clausola (θηλ.ουσ)
claustrale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
claustrofobia (θηλ.ουσ)
claustrofobico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---