Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


classificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [klassifikatˈtsjone]

1 βαθμοθέτηση
2 βαθμοθεσία
3 αξιολόγηση
4 διαβάθμιση
5 γράδο
6 βαθμός
7 κατάταξη ανάλογα με βαθμό
8 κατάταξη
9 κωδικοποίηση
10 ταξινόμηση
11 ταξιθεσία
12 βαθμολόγηση
13 ταξινομία
14 ταξιθέτηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  classificatore classismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

classifica (θηλ.ουσ)
classificabile (επίθ.)
classificare (ρ. μτβ.)
classificarsi (ρ. μ. αμτβ.)
classificatore (ουσ αρσ )
classificazione (θηλ.ουσ)
classismo (ουσ αρσ )
classista (ουσ αρσ και θηλ.)
classista (επίθ.)
classistico (επίθ.)
claudicare (ρ.αμτβ.)
claudicazione (θηλ.ουσ)
claunesco (επίθ.)
clausola (θηλ.ουσ)
claustrale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
claustrofobia (θηλ.ουσ)
claustrofobico (αρσ. επίθ και ουσ)
claustrofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
clausura (θηλ.ουσ)
clava (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---