Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


classicìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [klassiˈʧista]

κλασικιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  classicismo classicistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

classare (ρ. μτβ.)
classazione (θηλ.ουσ)
classe (θηλ.ουσ)
classicheggiare (ρ.αμτβ.)
classicismo (ουσ αρσ )
classicista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
classicistico (επίθ.)
classicità (θηλ.ουσ)
classicizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
classico (αρσ. επίθ και ουσ)
classifica (θηλ.ουσ)
classificabile (επίθ.)
classificare (ρ. μτβ.)
classificarsi (ρ. μ. αμτβ.)
classificatore (ουσ αρσ )
classificazione (θηλ.ουσ)
classismo (ουσ αρσ )
classista (ουσ αρσ και θηλ.)
classista (επίθ.)
classistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---