Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carèna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈrɛna]

1 τρόπιδα
2 καρένα
3 καρίνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cardone carenaggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cardiospasmo (ουσ αρσ )
cardiotonico (επίθ.)
cardiovascolare (επίθ.)
cardo (ουσ αρσ )
cardone (ουσ αρσ )
carena (θηλ.ουσ)
carenaggio (ουσ αρσ )
carenare (ρ. μτβ.)
carenatura (θηλ.ουσ)
carente (επίθ.)
carenza (θηλ.ουσ)
carestia (θηλ.ουσ)
carezza (θηλ.ουσ)
carezzare (ρ. μτβ.)
carezzevole (επίθ.)
carezzevolmente (επίρ.)
cargo (ουσ αρσ )
caria (θηλ.ουσ)
cariare (ρ. μτβ.)
cariarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---