Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcàrdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkardo] 1 αγριαγκινάρα 2 φυτό dispacus fullonum 3 αγκινάρα cynara cardunculus 4 γαὶδουράγκαθο γένους carduus permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |