Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càrdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkardo]

1 αγριαγκινάρα
2 φυτό dispacus fullonum
3 αγκινάρα cynara cardunculus
4 γαὶδουράγκαθο γένους carduus


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cardiovascolare cardone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cardiopolmonare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cardiosclerosi (θηλ.ουσ)
cardiospasmo (ουσ αρσ )
cardiotonico (επίθ.)
cardiovascolare (επίθ.)
cardo (ουσ αρσ )
cardone (ουσ αρσ )
carena (θηλ.ουσ)
carenaggio (ουσ αρσ )
carenare (ρ. μτβ.)
carenatura (θηλ.ουσ)
carente (επίθ.)
carenza (θηλ.ουσ)
carestia (θηλ.ουσ)
carezza (θηλ.ουσ)
carezzare (ρ. μτβ.)
carezzevole (επίθ.)
carezzevolmente (επίρ.)
cargo (ουσ αρσ )
caria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---