Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


capomàstro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kapoˈmastro]

1 αρχιμάστορας των οικοδόμων
2 εργοδηγός των οικοδόμων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capomacchinista capomissione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capolavoro (ουσ αρσ )
capolinea (ουσ αρσ και θηλ.)
capolista (ουσ αρσ και θηλ.)
capoluogo (ουσ αρσ )
capomacchinista (ουσ αρσ και θηλ.)
capomastro (ουσ αρσ )
capomissione (ουσ αρσ και θηλ.)
capomovimento (ουσ αρσ και θηλ.)
capomusica (ουσ αρσ και θηλ.)
caponaggine (θηλ.ουσ)
caponare (ρ. μτβ.)
capone (ουσ αρσ )
capoofficina (ουσ αρσ και θηλ.)
capopagina (ουσ αρσ )
capoparte (ουσ αρσ και θηλ.)
capopattuglia (ουσ αρσ και θηλ.)
capopezzo (ουσ αρσ )
capopopolo (ουσ αρσ και θηλ.)
capoposto (ουσ αρσ )
caporale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---