Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


atomìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atoˈmizmo]

ατομισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  atomico atomista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

atmosferico (αρσ. επίθ και ουσ)
atollo (ουσ αρσ )
atomica (θηλ.ουσ)
atomicità (θηλ.ουσ)
atomico (επίθ.)
atomismo (ουσ αρσ )
atomista (ουσ αρσ και θηλ.)
atomistica (θηλ.ουσ)
atomistico (επίθ.)
atomizzare (ρ. μτβ.)
atomizzatore (ουσ αρσ )
atomizzazione (θηλ.ουσ)
atomo (ουσ αρσ )
atonale (επίθ.)
atonalità (θηλ.ουσ)
atonia (θηλ.ουσ)
atonicità (θηλ.ουσ)
atonico (επίθ.)
atossico (επίθ.)
atout (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---