Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


astùto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [asˈtuto]

πανούργος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  astuccio astuzia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

astrospazio (ουσ αρσ )
astruseria (θηλ.ουσ)
astrusità (θηλ.ουσ)
astruso (επίθ.)
astuccio (ουσ αρσ )
astuto (αρσ. επίθ και ουσ)
astuzia (θηλ.ουσ)
atarassia (θηλ.ουσ)
atassia (θηλ.ουσ)
atassico (αρσ. επίθ και ουσ)
atavico (επίθ.)
atavismo (ουσ αρσ )
ateismo (ουσ αρσ )
ateista (ουσ αρσ και θηλ.)
ateistico (επίθ.)
atelier (ουσ αρσ )
Atena (θηλ.ουσ)
Atene (θηλ.ουσ)
ateneo (ουσ αρσ )
ateniese (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---