Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόateniése
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ateˈnjese], [ateˈnjeze] αθηναίος ateniése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ateˈnjese], [ateˈnjeze] αθηναὶκός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |