Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


atlètica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aˈtlɛtika]

ο αθλητισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  atleta atletico  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


atletica [θηλ.] leggera = κλασικός αθλητισμός


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

atipico (επίθ.)
atlante (ουσ αρσ )
atlantico (επίθ.)
atlantide (ουσ αρσ )
atleta (ουσ αρσ και θηλ.)
atletica (θηλ.ουσ)
atletico (επίθ.)
atletismo (ουσ αρσ )
atmosfera (θηλ.ουσ)
atmosferico (αρσ. επίθ και ουσ)
atollo (ουσ αρσ )
atomica (θηλ.ουσ)
atomicità (θηλ.ουσ)
atomico (επίθ.)
atomismo (ουσ αρσ )
atomista (ουσ αρσ και θηλ.)
atomistica (θηλ.ουσ)
atomistico (επίθ.)
atomizzare (ρ. μτβ.)
atomizzatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---