Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àteo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈateo]

άθεος άνθρωπος

àteo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈateo]

άθεος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ateniese aterosclerosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Atena (θηλ.ουσ)
Atene (θηλ.ουσ)
ateneo (ουσ αρσ )
ateniese (ουσ αρσ και θηλ.)
ateniese (επίθ.)
ateo (ουσ αρσ )
ateo (επίθ.)
aterosclerosi (θηλ.ουσ)
atipicità (θηλ.ουσ)
atipico (επίθ.)
atlante (ουσ αρσ )
atlantico (επίθ.)
atlantide (ουσ αρσ )
atleta (ουσ αρσ και θηλ.)
atletica (θηλ.ουσ)
atletico (επίθ.)
atletismo (ουσ αρσ )
atmosfera (θηλ.ουσ)
atmosferico (αρσ. επίθ και ουσ)
atollo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---