Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


astruserìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [astruzeˈria]

1 αινιγματικότητα
2 θαμπάδα
3 σκότος
4 ασάφεια
5 σκοτεινότητα
6 θολούρα
7 αμυδρότητα
8 αοριστολογία
9 γενικότητα
10 ακαταληψία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  astrospazio astrusità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

astronomia (θηλ.ουσ)
astronomico (επίθ.)
astronomo (ουσ αρσ )
astroporto (ουσ αρσ )
astrospazio (ουσ αρσ )
astruseria (θηλ.ουσ)
astrusità (θηλ.ουσ)
astruso (επίθ.)
astuccio (ουσ αρσ )
astuto (αρσ. επίθ και ουσ)
astuzia (θηλ.ουσ)
atarassia (θηλ.ουσ)
atassia (θηλ.ουσ)
atassico (αρσ. επίθ και ουσ)
atavico (επίθ.)
atavismo (ουσ αρσ )
ateismo (ουσ αρσ )
ateista (ουσ αρσ και θηλ.)
ateistico (επίθ.)
atelier (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---