Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anagogìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [anagoˈʤia]

αναγωγή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anaglifo anagogico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anafilattico (επίθ.)
anafora (θηλ.ουσ)
anaforico (επίθ.)
anagallide (θηλ.ουσ)
anaglifo (ουσ αρσ )
anagogia (θηλ.ουσ)
anagogico (επίθ.)
anagrafe (θηλ.ουσ)
anagramma (ουσ αρσ )
anagrammare (ρ. μτβ.)
anagrammatico (επίθ.)
anagrammatismo (ουσ αρσ )
anagrammista (ουσ αρσ και θηλ.)
analcolico (αρσ. επίθ και ουσ)
anale (επίθ.)
analessi (θηλ.ουσ)
analettico (επίθ.)
analfabeta (ουσ αρσ και θηλ.)
analfabeta (επίθ.)
analfabetismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---