Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


alìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aˈliʧe]

1 σαρδέλα Engraulis encrasicholus
2 αντζούγια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alibi aliciclico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

algoso (επίθ.)
aliante (ουσ αρσ )
aliantista (ουσ αρσ και θηλ.)
alias (ουσ αρσ )
alibi (ουσ αρσ )
alice (θηλ.ουσ)
aliciclico (επίθ.)
alienabile (επίθ.)
alienabilità (θηλ.ουσ)
alienante (επίθ.)
alienare (ρ. μτβ.)
alienarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
alienatario (ουσ αρσ )
alienato (ουσ αρσ )
alienato (επίθ.)
alienazione (θηλ.ουσ)
alienista (ουσ αρσ και θηλ.)
alieno (ουσ αρσ )
alieno (επίθ.)
alifatico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---