Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aliànte, aliànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aliˈante], [aˈljante]

το ανεμόπτερο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  algoso aliantista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

algido (επίθ.)
algologia (θηλ.ουσ)
algoritmico (επίθ.)
algoritmo (ουσ αρσ )
algoso (επίθ.)
aliante (ουσ αρσ )
aliantista (ουσ αρσ και θηλ.)
alias (ουσ αρσ )
alibi (ουσ αρσ )
alice (θηλ.ουσ)
aliciclico (επίθ.)
alienabile (επίθ.)
alienabilità (θηλ.ουσ)
alienante (επίθ.)
alienare (ρ. μτβ.)
alienarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
alienatario (ουσ αρσ )
alienato (ουσ αρσ )
alienato (επίθ.)
alienazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---