Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόalgóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [alˈgoso], [alˈgozo] 1 καλυμμένος με φύκια 2 άφθονος σε φύκια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |