Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aerosòl  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,aeroˈsɔl]

1 αεροζόλ
2 αερόλυμα
3 συσκευή ψεκασμού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aerosiluro aerosolterapia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aeroscivolante (ουσ αρσ )
aeroscivolante (επίθ.)
aerosfera (θηλ.ουσ)
aerosilurante (ουσ αρσ )
aerosiluro (ουσ αρσ )
aerosol (ουσ αρσ )
aerosolterapia (θηλ.ουσ)
aerospaziale (επίθ.)
aerospazio (ουσ αρσ )
aerostatica (θηλ.ουσ)
aerostatico (επίθ.)
aerostato (ουσ αρσ )
aerostazione (θηλ.ουσ)
aerotassi (θηλ.ουσ)
aerotecnica (θηλ.ουσ)
aeroterapia (θηλ.ουσ)
aerotrasportabile (επίθ.)
aerotrasportare (ρ. μτβ.)
aerotrasportato (επίθ.)
aerotrasporto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---