Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aerotàssi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aeroˈtassi]

αεροταξί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aerostazione aerotecnica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aerospazio (ουσ αρσ )
aerostatica (θηλ.ουσ)
aerostatico (επίθ.)
aerostato (ουσ αρσ )
aerostazione (θηλ.ουσ)
aerotassi (θηλ.ουσ)
aerotecnica (θηλ.ουσ)
aeroterapia (θηλ.ουσ)
aerotrasportabile (επίθ.)
aerotrasportare (ρ. μτβ.)
aerotrasportato (επίθ.)
aerotrasporto (ουσ αρσ )
aerotreno (ουσ αρσ )
aerovia (θηλ.ουσ)
afa (θηλ.ουσ)
afagia (θηλ.ουσ)
afasia (θηλ.ουσ)
afelio (ουσ αρσ )
aferesi (θηλ.ουσ)
affabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---