Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaeroscivolànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,aeroʃʃivoˈlante] 1 χόβερκραφτ 2 αεροσκάφος που μετεωρίζεται aeroscivolànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,aeroʃʃivoˈlante] 1 μετεωριζόμενος 2 που μπορεί να μετεωρίζεται permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |