ItalianoGreco


abbattùta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [abbatˈtuta]

1 κόψιμο δέντρων
2 κλίση προς την υπήνεμη ή την προσήνεμη πλευρά πλοίου
3 αντεπίθεση με κατεβασμένα τα δόρατα κατά του εχθρού


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---