Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabbàttere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [abˈbattere] 1 (un muro, un edificio) κατεδαφίζω 2 (un aereo) καταρρίπτω abbàttersi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [abˈbattersi] 1 αποκαρδιώνομαι 2 απελπίζομαι 3 πέφτω 4 αποθαρρύνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |