Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbattifièno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ab,battiˈfjɛno]

1 πόρτα σοφίτας
2 τραμπουκέτο (θέατρο)
3 καταπακτή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbattersi abbattimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbasso (επίρ.)
abbasso (επιφ.)
abbastanza (επίρ.)
abbattere (ρ. μτβ.)
abbattersi (ρ. μ. αμτβ.)
abbattifieno (ουσ αρσ )
abbattimento (ουσ αρσ )
abbattitore (ουσ αρσ )
abbattitore (επίθ.)
abbattuta (θηλ.ουσ)
abbattuto (επίθ.)
abbatuffolare (ρ. μτβ.)
abbatuffolarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbazia (θηλ.ουσ)
abbaziale (επίθ.)
abbecedario (επίθ.)
abbellimento (ουσ αρσ )
abbellire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
abbellirsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbellitore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---