Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

υπηρετώ {υπηρετείς... υπνώττω {μόνο σε ε...
υπναγωγικός [επίθ.] υπό [πρόθ.]
υπνάκος {χωρ. πληθ... υπό [επίρ.]
υπναλέος [επίθ.] υποακουσία [θηλ.ουσ]
υπνηλία {χωρ. πληθ... υπο–αλπικός [επίθ.]
υπνοβασία {χωρ. πληθ... υποανάπτυκτος [επίθ.]
υπνοβάτης {υπνοβατών... υποανάπτυξη [θηλ.ουσ]
υπνοβάτισσα {υπνοβατισ... υπο–ανταρκτικός [επίθ.]
υπνοβατώ {υπνοβατεί... υποαπασχόληση [θηλ.ουσ]
υπνοδωμάτιο {υπνοδωματ... υποαπασχολούμενος [επίθ.]
υπνοθεραπεία {χωρ. πληθ... υπο–αρκτικός [επίθ.]
υπνολαλιά [θηλ.ουσ] υποατομικός [επίθ.]
Υπνοπαίδεια [θηλ.ουσ] υποβαθμίζομαι [ρ.]
ύπνος [ουσ αρσ ] υποβαθμίζω {-ης κ. -ί...
υπνόσακος [ουσ αρσ ] υποβαθμίζων [επίθ.]
υπνώνω (ύπνωσα) υποβάθμιση [θηλ.ουσ]
ύπνωση {-ης κ. -ώ... υποβαθμισμένος [επίθ.]
υπνωτήριο {υπνωτηρί-... υπόβαθρο {υποβάθρ-ο...
υπνωτίζω {υπνώτισ-α... υπόβαθροστραβοχυμένος [ουσ αρσ ]
υπνωτικό [ουσ ουδ.] υποβάλλομαι πρτ. υπέβα...
υπνωτικός [επίθ.] υποβάλλω {υπέβαλα, ...
υπνωτισμένος [επίθ.] υποβασίλειο [ουσ ουδ.]
υπνωτισμός {χωρ. πληθ... υποβαστάζω {υποβάστα-...
υπνωτιστής {υπνωτιστρ... υποβιβάζω {υποβίβασ-...
υπνωτιστικός [επίθ.] υποβίβαση [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: