Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


υπνωτισμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 ipnosi
2 ipnotismo
3 mesmerismo
4 mesmerizzazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  υπνωτισμένος υπνωτιστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---