Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


υποβάθμιση
ουσιαστικό θηλυκό

1 abbassamento
2 declassamento
3 degradazione
4 diminuzione
5 esautorazione
6 menomazione
7 minorazione
8 retrocessione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  υποβαθμίζων υποβαθμισμένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το πολιτισμική υποβάθμιση = degrado [αρσ.] urbano


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---