Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


υπνάκος
ουσιαστικό αρσενικό

1 dormitina
2 pennichella
3 pisolino
4 pisolo
5 riposino
6 sonnellino

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  υπναγωγικός υπναλέος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


παίρνω έναν υπνάκο = schiacciare un pisolino


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---