Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ύπνος
ουσιαστικό αρσενικό

sonno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Υπνοπαίδεια υπνόσακος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πέρνω έναν ύπνο = farsi una dormita


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---