Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

τραστ {άκλ.} τράχηλος {τραχήλ-ου...
τράτα {δύσχρ. τρ... τραχύς {τραχ-ύ κ....
τρατάρω {τράτ-αρα ... τραχύτητα {χωρ. πληθ...
τράτο [ουσ ουδ.] τράχωμα {τραχώμ-ατ...
τραυλίζω {τραύλισα}... τραχωματώδης [επίθ.]
τραύλισμα [ουσ ουδ.] τρέιλερ {άκλ.}
τραυλισμός [ουσ αρσ ] τρείς -εις -ία
τραυλός [επίθ.] τρεκλίζω {τρέκλισα}...
τραύμα {τραύμ-ατο... τρέλα [θηλ.ουσ]
τραυματίας {(θηλ. τρα... τρελά [επίρ.]
τραυματίζομαι [ρ.] τρελάδικο [ουσ ουδ.]
τραυματίζω {τραυμάτισ... τρελαίνομαι [ρ.]
τραυματικός [επίθ.] τρελαίνω {τρέλα-να,...
τραυματιοφορέας {τραυματιο... τρελαμάρα {χωρ. γεν....
τραυματισμένος [επίθ.] τρελάρας {χωρ. γεν....
τραυματισμός [ουσ αρσ ] τρελοκομείο [ουσ ουδ.]
τραυματολογία {χωρ. πληθ... τρελός [επίθ.]
τραυματολογικός [επίθ.] τρελούτσικος [επίθ.]
τραυματολόγος [ουσ αρσ και θηλ.] τρεμάμενος [επίθ.]
τραχεία {χωρ. πληθ... τρέμισμα [ουσ ουδ.]
τραχειακός [επίθ.] τρεμολάμπω {μόνο σε ε...
τραχεΐδη [θηλ.ουσ] τρέμολο [ουσ ουδ.]
τραχειίτιδα {χωρ. πληθ... τρεμόπαιγμα [ουσ ουδ.]
τραχειοτομή [θηλ.ουσ] τρεμοπαίζω {τρεμόπαιξ...
τραχηλικός [επίθ.] τρεμοπαίξιμο [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: