Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σοβινισμός [ουσ αρσ ] σολ [ουσ ουδ.]
σοβινιστής {σοβινιστρ... σόλα {σπάν. σολ...
σοβινιστικός [επίθ.] σολανίδες [θηλ. ουσ πληθ.]
σοβράνο [επίθ.] σολανίνη {σολανινών...
σόδα {δύσχρ. σο... σολιάζω {σόλιασ-α,...
σοδειά [θηλ.ουσ] σόλιασμα [ουσ ουδ.]
σοδειές [θηλ. ουσ πληθ.] σολίστας [ουσ αρσ και θηλ.]
σοδιά [ουσ ουδ πληθ.] σολιστικός [επίθ.]
σοδιάζω {σόδιασ-α,... σολιψισμός [ουσ αρσ ]
σόδιασμα [ουσ ουδ.] σόλο [ουσ ουδ.]
Σόδομα [θηλ.ουσ] σολοικισμός [ουσ αρσ ]
σοδομία [θηλ.ουσ] σόλοικος [επίθ.]
σοδομισμός [ουσ αρσ ] σολομός [ουσ αρσ ]
σοδομιστής [ουσ αρσ ] Σολομών {Σολομώντ-...
σοδομίτης [ουσ αρσ ] σολομωνική {χωρ. πληθ...
σοδομιτικός [επίθ.] Σολομώντιος [επίθ.]
σόι [ουσ ουδ.] σολφέζ [ουσ ουδ.]
σοκ [ουσ ουδ.] Σόλων [ουσ αρσ ]
σοκάκι {σοκακ-ιού... Σομαλία [θηλ.ουσ]
σοκακού [θηλ.ουσ] Σομαλός [ουσ αρσ ]
σοκαρισμένος [επίθ.] σομιές [ουσ αρσ ]
σοκάρομαι [ρ. παθ.] σόμπα {σομπών}
σοκάρω {σόκαρ-α κ... σομπρέρο {άκλ.}
σοκολάτα {σοκολατών... σόναρ [ουσ ουδ.]
σοκολατάκι {χωρ. γεν.... σονάτα {σπάν. σον...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: