Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σόμπα
ουσιαστικό θηλυκό

stufa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σομιές σομπρέρο  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


σόμπα υγραερίου = stufa [θηλ.] a gas || η σόμπα με ξύλα = stufa [θηλ.] a legna || η ηλεκτρική σόμπα = stufa [θηλ.] elettrica


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---