Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σοκάρομαι
ρήμα παθητικό

1 allibire
2 impressionarsi
3 inorridire
4 rintontire (vi)
5 rintontirsi (vrifl)
6 scandalizzarsi (vrifl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σοκαρισμένος σοκάρω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---