Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σοκολάτα
ουσιαστικό θηλυκό

cioccolata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σοκάρω σοκολατάκι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η σοκολάτα γάλακτος = cioccolato [αρσ.] al latte || η σοκολάτα υγείας = cioccolato [αρσ.] fondente


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---