Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σκοπούμενο [ουσ ουδ.] σκοταδερός [επίθ.]
σκοπούμενον {σκοπουμέν... σκοτάδι {σκοταδ-ιο...
σκορ [ουσ ουδ.] σκοταδιάζω {σκοτάδιασ...
σκοράρισμα [ουσ ουδ.] σκοταδισμός [ουσ αρσ ]
σκοράρω {σκόραρα κ... σκοταδιστής [ουσ αρσ ]
σκορβουτικός [επίθ.] σκοταδιστικός [επίθ.]
σκορβούτο [ουσ ουδ.] σκοτασμός [ουσ αρσ ]
σκορδαλιά [θηλ.ουσ] σκοτεινά [επίρ.]
σκόρδο [ουσ ουδ.] σκοτεινάγρα [θηλ.ουσ]
σκόρερ {άκλ.} σκοτεινάδα [θηλ.ουσ]
σκόρος [ουσ αρσ ] σκοτεινιά {χωρ. πληθ...
σκοροφαγωμένος [επίθ.] σκοτεινιάζω {σκοτείνια...
σκορπαλευράς [ουσ αρσ ] σκοτείνιασμα [ουσ ουδ.]
σκόρπια [επίρ.] σκοτεινιασμένος [επίθ.]
σκορπίζομαι [ρ.] σκοτεινός [επίθ.]
σκορπίζω {σκόρπισ-α... σκοτεινότατος [επίθ.]
σκορπιοί [ουσ αρσ πληθ.] σκοτεινότητα [θηλ.ουσ]
σκόρπιος [επίθ.] σκοτεινόχρωμος [επίθ.]
σκορπιός [ουσ αρσ ] σκοτιδιάζω {σκοτίδιασ...
Σκορπιός [κύρ.όν. αρσ.] σκοτίδιασμα [ουσ ουδ.]
σκόρπισμα [ουσ ουδ.] σκοτίζομαι [ρ. παθ.]
σκορπισμένος [επίθ.] σκοτίζω {σκότισ-α,...
σκορποχέρης {σκορποχέρ... σκότιος [επίθ.]
σκορπώ [-άς, -ά] ... σκότισμα [ουσ ουδ.]
σκότα {χωρ. γεν.... σκοτισμένος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: