Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκοτεινιά
ουσιαστικό θηλυκό

1 annebbiamento
2 buio
3 cupezza
4 oscurità
5 scurezza
6 scurità
7 tenebre
8 tenebrosità
9 tetraggine

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκοτεινάδα σκοτεινιάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---