Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκοτείνιασμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 abbuiamento
2 adombramento
3 annerimento
4 offuscamento
5 oscuramento
6 rabbruscamento
7 rannuvolamento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκοτεινιάζω σκοτεινιασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---