Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πλωτός [επίθ.] πνευμονοτομή [θηλ.ουσ]
πνεύμα {πνεύμ-ατο... πνευστίαση [θηλ.ουσ]
πνευματικά [επίρ.] πνευστιώ {πνευστιάς...
πνευματικός [επίθ.] πνέω {έπνευσα} ...
πνευματικότητα {χωρ. πληθ... πνιγερός [επίθ.]
πνευματισμός [ουσ αρσ ] πνιγεύς [ουσ αρσ ]
πνευματιστής [ουσ αρσ ] πνιγηρός [επίθ.]
πνευματιστικός [επίθ.] πνιγμένος [επίθ.]
πνευματοκήλη [ουσ ουδ.] πνιγμονή [θηλ.ουσ]
πνευματολογία {χωρ. γεν.... πνιγμός [ουσ αρσ ]
πνευματώδης {πνευματώδ... πνίγομαι παθ. αόρ. ...
πνευματωδώς [επίρ.] πνίγω παθ. αόρ. ...
πνευμοθώρακας {πνευμοθωρ... πνίξιμο {πνιξίμ-ατ...
πνεύμονας {πνευμόνων... πνιχτός [επίθ.]
πνευμονεκτομή [θηλ.ουσ] πνοή [θηλ.ουσ]
πνευμονία {πνευμονιώ... πνοομετρία [θηλ.ουσ]
πνευμονικός [επίθ.] πόα [θηλ.ουσ]
πνευμονιόκοκκος {πνευμονιο... ποάνθρακας {ποανθράκω...
πνευμονογαστρικός [επίθ.] ποδάγρα {χωρ. γεν....
πνευμονογραφία [θηλ.ουσ] ποδαράτα [θηλ.ουσ]
πνευμονογράφος [ουσ αρσ ] ποδάρι {ποδαρ-ιού...
πνευμονοκονίωση [θηλ.ουσ] ποδέτης [ουσ αρσ ]
πνευμονολογία [θηλ.ουσ] ποδηγέτης [ουσ αρσ ]
πνευμονομετρία [θηλ.ουσ] ποδηγετώ {ποδηγετεί...
πνευμονορραγία {πνευμονορ... ποδηλασία {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: