Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
πνευμονοτομή
ουσιαστικό θηλυκό
pneumotomia
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< πνευμονορραγία
πνευστίαση >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
πνευμονογράφος
[ουσ αρσ ]
πνευμονοκονίωση
[θηλ.ουσ]
πνευμονολογία
[θηλ.ουσ]
πνευμονομετρία
[θηλ.ουσ]
πνευμονορραγία
{πνευμονορ...
πνευμονοτομή
[θηλ.ουσ]
πνευστίαση
[θηλ.ουσ]
πνευστιώ
{πνευστιάς...
πνέω
{έπνευσα} ...
πνιγερός
[επίθ.]
πνιγεύς
[ουσ αρσ ]
πνιγηρός
[επίθ.]
πνιγμένος
[επίθ.]
πνιγμονή
[θηλ.ουσ]
πνιγμός
[ουσ αρσ ]
πνίγομαι
παθ. αόρ. ...
πνίγω
παθ. αόρ. ...
πνίξιμο
{πνιξίμ-ατ...
πνιχτός
[επίθ.]
πνοή
[θηλ.ουσ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis