Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πνίξιμο
ουσιαστικό ουδέτερο

1 affogamento
2 annegamento
3 soffocazione
4 strangolamento
5 strozzatura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πνίγω πνιχτός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---