Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›πνίγομαι

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

πνίγομαι
ρήμα παθητικό

1 affogare
2 affogarsi
3 annegare
4 annegarsi
5 asfissiare
6 soffocare (vi)
7 strangolarsi (vrifl)
8 strozzarsi (vrifl)

permalink
‹ πνιγμός
πνίγω ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πνιγεύς [ουσ αρσ ]
πνιγηρός [επίθ.]
πνιγμένος [επίθ.]
πνιγμονή [θηλ.ουσ]
πνιγμός [ουσ αρσ ]
πνίγομαι παθ. αόρ. ...
πνίγω παθ. αόρ. ...
πνίξιμο {πνιξίμ-ατ...
πνιχτός [επίθ.]
πνοή [θηλ.ουσ]
πνοομετρία [θηλ.ουσ]
πόα [θηλ.ουσ]
ποάνθρακας {ποανθράκω...
ποδάγρα {χωρ. γεν....
ποδαράτα [θηλ.ουσ]
ποδάρι {ποδαρ-ιού...
ποδέτης [ουσ αρσ ]
ποδηγέτης [ουσ αρσ ]
ποδηγετώ {ποδηγετεί...
ποδηλασία {χωρ. πληθ...


{{ID:PNIGOMAI100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti