Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πνευστιώ
ρήμα αμετάβατο

1 soffiare (vi)
2 stronfiare (vi)
3 avere il fiato corto
4 avere il fiato grosso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πνευστίαση πνέω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---