Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

παλιατσαρία {χωρ. γεν.... παλινόρθωση {-ης κ. -ώ...
παλιατσαρίες [θηλ. ουσ πληθ.] παλινορθωτικός [επίθ.]
παλιάτσος [ουσ αρσ ] παλινωδία {παλινωδιώ...
παλιγγενεσία {χωρ. πληθ... παλινωδώ {παλινωδεί...
παλικαράκι [ουσ ουδ.] παλιόβαρκα [θηλ.ουσ]
παλικαράς [ουσ αρσ ] παλιοβρόμα {χωρ. γεν....
παλικάρι [ουσ ουδ.] παλιογυναίκα {χωρ. γεν....
παλικαριά [θηλ.ουσ] παλιοδουλειά [θηλ.ουσ]
παλικαρίσια [επίρ.] παλιοζωή [θηλ.ουσ]
παλικαρίσιος [επίθ.] παλιόκαιρος [ουσ αρσ ]
παλικαρισμός [ουσ αρσ ] παλιομοδίτικα [επίρ.]
παλιλλογία {παλιλλογι... παλιομοδίτικος [επίθ.]
παλιλλογώ {παλιλλογε... παλιόμουτρο [ουσ ουδ.]
παλιμβουλία [θηλ.ουσ] παλιοξενοδοχείο [ουσ ουδ.]
παλίμβουλος [επίθ.] παλιόπαιδο [ουσ ουδ.]
παλίμπαις {παλίμπαιδ... παλιοπάπουτσα [ουσ ουδ πληθ.]
παλίμψηστος [επίθ.] παλιοπάπουτσο [ουσ ουδ.]
παλινδρόμηση {-ης κ. -ή... παλιοπαρέα [θηλ.ουσ]
παλινδρομικός [επίθ.] παλιοπράγματα [ουσ ουδ πληθ.]
παλίνδρομος [επίθ.] παλιόρουχο [ουσ ουδ.]
παλινδρομώ {παλινδρομ... παλιός [επίθ.]
παλιννόστηση [θηλ.ουσ] παλιοσίδερα [ουσ ουδ πληθ.]
παλιννοστώ {παλιννοστ... παλιόσκυλο [ουσ ουδ.]
παλινορθώνομαι [ρ.] παλιόσκυλο! [επιφ.]
παλινορθώνω (παλινόρθω... παλιότερα [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: