Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παλικαράς
ουσιαστικό αρσενικό

1 ammazzasette
2 duro
3 fanfarone
4 rodomonte
5 sacripante
6 sbruffone
7 schiamazzatore
8 smargiasso
9 spaccamontagne
10 spaccamonti
11 spaccone

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παλικαράκι παλικάρι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---