Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μπανιάρισμα [ουσ ουδ.] μπαρκάρω {μπάρκ-αρα...
μπανιάρω [ρ. μτβ.] μπάρκο [ουσ ουδ.]
μπανιέρα {μπανιερών... μπάρμαν [ουσ αρσ ]
μπανιερό [ουσ ουδ.] μπάρμπας [ουσ αρσ ]
μπανίζω {μπάνισα} ... μπαρμπέρης {μπαρμπέρη...
μπάνικος [επίθ.] μπαρμπούνι {μπαρμπουν...
μπάνιο [ουσ ουδ.] μπαρόκ [ουσ ουδ.]
μπανιστήρι {μπανιστηρ... μπαρούτι {μπαρουτιο...
μπανιστής [ουσ αρσ ] μπαρουτιάζω {μπαρούτια...
μπανιστιρτζής [ουσ αρσ ] μπαρουτόβολα [ουσ ουδ πληθ.]
μπάνκα {χωρ. γεν.... μπαρούφα {χωρ. πληθ...
μπάντα {χωρ. γεν.... μπάσιμο {μπασίμ-ατ...
μπαντάρισμα [ουσ ουδ.] μπάσκετ [ουσ ουδ.]
μπαντάρω {μπαντάρισ... μπάσκετ–μπολ [ουσ ουδ.]
μπάντζο [ουσ ουδ.] μπασκετμπολίστας {μπασκετμπ...
μπαξές {μπαξέδες} μπάσος [επίθ.]
μπαουλιάζω [ρ.] μπάσταρδε! [επιφ.]
μπαούλο [ουσ ουδ.] μπαστάρδεμα [ουσ ουδ.]
μπαρ [ουσ ουδ.] μπασταρδεύω (μπαστάρδ-...
μπάρα {χωρ. γεν.... μπαστάρδικος [επίθ.]
μπαράζ [ουσ ουδ.] μπάσταρδοι [ουσ αρσ πληθ.]
μπαργούμαν [θηλ.ουσ] μπάσταρδος [ουσ αρσ ]
μπάργουμαν [ουσ ουδ.] μπαστούνα [θηλ.ουσ]
μπαριέρα [θηλ.ουσ] μπαστούνι [ουσ ουδ.]
μπαρκάρισμα [ουσ ουδ.] μπαστούνια [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: