Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μπαστούνι
ουσιαστικό ουδέτερο

1 bastone (m)
2 carte picche (fpl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μπαστούνα μπαστούνια  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα μπαστούνια του σκι = bastoncini [αρσ. πλυθ.] da sci


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---