Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόμπαστούνι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 bastone (m) 2 carte picche (fpl) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατα μπαστούνια του σκι = bastoncini [αρσ. πλυθ.] da sci Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |