Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μπαρουτιάζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 inviperire
2 inviperirsi
3 mandare lampi di collera
4 montare su tutte le furie

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μπαρούτι μπαρουτόβολα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---